- διάχρισμα
- διάχρισμα, το (Μ)1. μύρο, βάλσαμο, αλοιφή2. η προετοιμασία για την αλοιφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάχρισμα — unguent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχρισμάτων — διάχρισμα unguent neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχρίσμασι — διάχρισμα unguent neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχρίσμασιν — διάχρισμα unguent neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχρίσματα — διάχρισμα unguent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχρίσματι — διάχρισμα unguent neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχρίσματος — διάχρισμα unguent neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)